Η Σουηδία με την επιδημιολογική επιλογή επιδίωξης της "ανοσίας αγέλης" χωρίς λοκντάουν κατέστη συνώνυμο της αποτυχημένης διαχείρισης της πανδημίας, της αυξημένης θνητότητας από Covid-19 και ένα πολύ βολικό πεδίο για συγκρίσεις. Τόσο, που πέρυσι περίσσεψε και ο χλευασμός για το σύστημα Υγείας της, την παράδοση του κοινωνικού κράτους και το αναπτυγμένο σύστημα δημόσιας Υγείας αυτής της χώρας. Ο τρόπος που η Σουηδία εντόπισε, ανέλυσε, ανέδειξε και τελικά διόρθωσε τα δικά της λάθη χρήζει ξεχωριστού σχολιασμού, που δεν περιλαμβάνεται στο κείμενο αυτό.
Ιδιαίτερα στα καθ' ημάς, η σύμπτωση του παρόμοιου πληθυσμιακού μεγέθους των δύο χωρών (10,3 εκατ.) οδήγησε στην κατάχρηση τέτοιων συγκρίσεων. Το περσινό καλοκαίρι μπήκε με είκοσι οκτώ (28) φορές υψηλότερη θνητότητα της Σουηδίας (190 vs 5.308 στις 21.6.2020). Ήταν η εβδομάδα εκείνη που τα ΜΜΕ παρουσίαζαν όλη την υφήλιο να στέκει έκθαμβη μπροστά στο ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης και στο θριαμβευτικό μήνυμα του Κ. Μητσοτάκη: «Η Ελλάδα νίκησε τον κορωνοϊό. Μπορούν τώρα οι τουρίστες να σώσουν την οικονομία της;, αναρωτιόταν ρητορικά το πρακτορείο Βloomberg.
Όλα καλώς καμωμένα;
Πολλοί θεωρούν πως η πολιτική συζήτηση ανοίγει και κλείνει εδώ, στο τεράστιο ερώτημα του τι έγινε λάθος και προσπεράσαμε πλέον σε θανάτους ακόμη και την εμβληματική Σουηδία. Πιστεύουν στην ειλικρίνεια των αριθμών. Θα ήταν ωστόσο χρήσιμες οι απαντήσεις των πολιτικών, των δημοσιογράφων, των εμπειρογνωμόνων ακόμη και των γελωτοποιών του βασιλέως που τα βρίσκουν όλα καλώς καμωμένα. Με μια σειρά άρθρων θα παρουσιαστεί η ανασκόπηση των χαρακτηριστικών των διαφόρων φάσεων της πανδημίας με το πλεονέκτημα που δίνει η χρονική απόσταση και η αποκτηθείσα εμπειρία.
Αν το θέμα ήταν μόνο να αξιολογηθεί το ψευδεπίγραφο "μανατζεριλίκι" ή οι γενικότερες πολιτικές ευθύνες, πράγματι και η ερώτηση από μόνη της θα αρκούσε. Δεδομένου όμως ότι η μάχη της πανδημίας συνεχίζεται, δεν αρκούν τα εύγλωττα γενικά ερωτήματα. Οι απειλές παραμένουν, τα σφάλματα συνεχίζονται, οπότε και η συζήτηση, μολονότι χρονίζουσα, διατηρεί την επικαιρότητά της. Για τον λόγο αυτό η λεπτομερής εξέταση των διάφορων φάσεων της πανδημίας θα επιχειρήσει να φωτίσει το πώς φθάσαμε μέχρις εδώ μήπως και επηρεαστούν θετικώς τα μελλούμενα, κυρίως από επιδημιολογική άποψη και όχι τόσο από πολιτική. Η πρωτοβουλία για κάτι τέτοιο θα έπρεπε να είναι του δρώντος υποκειμένου, δηλαδή της κυβέρνησης, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται, ιδιαιτέρως μετά την αλλαγή της πολιτικής ηγεσίας των άμεσα εμπλεκόμενων υπουργείων.
Βρομάει μπαρούτι
Η πανδημία βρομάει πια μπαρούτι και δεν τρώει μόνο υπουργούς Τύπου, αλλά και Υγείας, και Προστασίας Πολίτη, και Πολιτικής Προστασίας. Προφανώς δεν ευθύνονται για την έλλειψη απολογισμού μόνο η εύλογη αμηχανία του Θ. Πλεύρη και η σαφής αποστασιοποίηση του νέου διδύμου, των Θεοδωρικάκου - Στυλιανίδη, αλλά και η αλλεργία της διακυβέρνησης Μητσοτάκη προς τη διαύγεια των χειρισμών, προς τη διαφάνεια κατά την παρουσίαση των στοιχείων, προς τη λογοδοσία και την ξεκάθαρη κατανομή ευθυνών. Ένα πολυκέφαλο σύστημα, αλληλοϋποβλεπόμενο, οδηγεί σε μια κατάσταση όπου όλοι τους έχουν για όλα ολίγη ευθύνη και κανείς ολόκληρη για τίποτε!
Ακόμη κι αν δεχθεί κανείς τις αγαθές προθέσεις όλων, ας μην ξεχνάμε ότι έμεινε στην Ιστορία η φράση του συνεργάτη του Ναπολέοντα, του Φουσέ, που έλεγε: «Είναι χειρότερο από έγκλημα, είναι λάθος». Τα λάθη που ακολούθησαν στη διαχείριση της πανδημίας υπήρξαν πολλά, αλλά καμία φράση αντίστοιχης αυτοκριτικής από συνεργάτη του Κ. Μητσοτάκη δεν πρόκειται να μείνει στην Ιστορία. Μόνο εκείνη η γραπτή φράση στενού συνεργάτη του και δημοσιογράφου περί "Μωυσέως" θα μείνει, για να θυμίζει την ιδιοτέλεια, την έπαρση και την αμεριμνησία της περιόδου.
Απαξίωση του αντιπάλου
Πέραν όμως της δοξολογίας, επιδιώχθηκε και η πλήρης απαξίωση του πολιτικού αντιπάλου ως φορέα διαχειριστικής επάρκειας ή ακόμη και επαρκούς IQ. Έτσι, στην περσινή ανεπιφύλακτη υποστήριξη της αντιπολίτευσης η κυβέρνηση ανταπέδωσε "μεγαλόψυχα" υπονοώντας ότι καθόλου δεν χρειάζεται τη συναίνεση των «άλλων» μια και διαθέτει την αγάπη του λαού. Στη Φ. Γεννηματά πρωτοέκανε απαξιωτική επίδειξη γνώσεων με τις τεχνολογίες ιχνηλάτησης των κρουσμάτων πέρυσι, μέσα στη Βουλή, πράγμα που επανέλαβε σε κάθε ευκαιρία ο πολύς Κ. Μητσοτάκης. Τον Γ. Βαρουφάκη τον περιποιήθηκε με προβοκάτσιες του Λιμενικού. Όσον αφορά την ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ, που αποτυπώθηκε στο «κι εμείς τον Τσιόδρα θα βάζαμε», ο κύριος πρωθυπουργός στη Βουλή ανταπέδωσε με το ανεπανάληπτης κομψότητας "Ο λαός αναρωτιέται τι θα συνέβαινε αν κυβερνούσατε εσείς, κύριε Τσίπρα!". Μετά την απόδειξη τόσης διαχειριστικής επάρκειας, όχι μόνο στην πανδημία αλλά και στις φωτιές ή στην εγκληματικότητα, δεν ξέρω αν ο βλάσφημος λαός έχει ακόμη τις ίδιες απορίες.
* Ο Παναγιώτης Τζανετής είναι γιατρός, πρώην πρόεδρος του ΕΚΑΒ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου